κενές νύχτες,
υφαίνοντας τον παρθενικό μου υμένα,
κάνοντας με γυναίκα
από ξυπόλυτο κορίτσι που τρέχει πάνω στα αγκάθια των περαστικών επιβητόρων.
πολλοί ανάξιοι επιβήτορες
τίποτα από αυτούς δεν έμεινε
και τίποτα δεν επεδίωξα να κρατήσω
κανένας δεν άγγιξε την αθωότητα μου.
λες και την κρατούσα για σένα.
σαν διάφανο ραβασάκι έρωτα
μια πόρνη πάνω σε ένα ιδρωμένο κρεβάτι είμαι
και έτσι χωρίς ερωτήσεις με παίρνεις στην αγκαλιά σου
και τράβάς το δρόμο προς τις ησυχες οικογενειακες περιθωριακές γειτονιές
που τα παιδιά χάθηκαν 30 χρόνια πίσω και παίζουν με μπάλες από καραβόπανα
όταν κρατώντας με στην αγκαλιά σου σαν αγνή νύφη
περπατώντας αργά
διασχίζεις την χωματοδρωμένη πλατεία
με το σούρουπο να μας τυφλώνει τα μάτια
και τα κίτρινα φώτα μας κάνουν να δακρύζουμε
και να κρατάμε με σιωπηλά βογγητά το δάκρυ της ανακουφισμένης ελπίδας.
έτσι καινούργια θα σε περιμένω
να με ξεχωρισεις από το τατουαζ του προσώπου μου
που χρησιμοποίησα για να αλλοιώνει την ομορφιά μου
για να μην με κοιτάνε άλλοι.
ξέρεις πόσο πονάει
να μού δίνουν καλάθια με πολλά και σπάνια φρούτα αγάπης
και εγώ να μην μπορώ να καταπιώ ούτε μπουκιά από αυτά
να τρώω ωμό αλεύρι με αλάτι και λάδι
για να με τιμωρώ που δεν σε προτάτεψα και μού εφυγες.