Η ποίηση της Γιόλας Αναγνωστοπούλου, αποκαλύπτει και την ψυχολογία του Κίτρινου Σούρουπου, της υποκουλτούρας εκείνης του ροκ, που αναζητώντας στις ουσίες το φως, βρήκε θάνατο φριχτό, στο σκοτάδι. Μέχρι τώρα, το ποιητικό της έργο, δεν είναι γνωστό, αφού καμιά από τις ποιητικές συλλογές που εξέδωσε, δεν κυκλοφορεί στο εμπόριο. Ποιήματα της Αναγνωστοπούλου, τυπώθηκαν σε τρεις ποιητικές συλλογές: Ποιήματα (1972), Κατ Εικόνα και Ομοίωσιν (1973) και Οξείς Μετάλλου Ήχοι (1979).
Το βασικό γνώρισμα της Γιόλας Αναγνωστοπούλου, είναι πως, στα ποιήματά της, συνομιλεί με τον εαυτό της.
Αλλά στην περίπτωσή της, όταν λέμε «εαυτό», εννοούμε δύο πρόσωπα. Το ένα, είναι η Γιολάντα της λογικής, που μπορεί και βλέπει τον κίνδυνο και προσπαθεί να τον αποφύγει. Το άλλο, είναι το «Βλαμίθιο πλάσμα», η ίδια με άλλη διάθεση, όταν παραδίνεται στην αυτοκαταστροφή και στο πάθος.
Η λέξη Βλαμίθιο είναι ο σαρκαστικός χαρακτηρισμός που αποδίδει η ίδια στον δεύτερο εαυτό της: η συγχώνευση δύο λέξεων: Βλαμμένου και Ηλίθιου.
Υπάρχουν ποιήματα που μιλά στο Βλαμίθιο, και ποιήματα που, το Βλαμίθιο μιλά στην Γιολάντα.
Συνήθως, απευθύνεται στο Βλαμίθιο, πολύ ψυχρά και το βρίζει. Υπάρχουν φορές όμως, που του μιλά τρυφερά, σαν μητέρα που βλέπει το παιδί της να καταστρέφεται και πονάει.
Το ίδιο ισχύει και αντιστρόφως, όταν εκφράζεται δηλαδή σαν Βλαμίθιο πλάσμα. Σε αυτή την περίπτωση, ασκεί έντονη κριτική στην λογική της, και ταυτόχρονα, στην λογική της «υγιούς» κοινωνίας. Άλλοτε πάλι, γράφει σαν φοβισμένο Βλαμίθιο, που τρέμει και ζητά σωτηρία.
Το ποίημα «Νύχτες με Λευκά Φτερά», δεν υπάρχει σε καμία από τις τρεις ποιητικές συλλογές . Είναι από τα ποιήματα που βρέθηκαν σε χειρόγραφα, μετά τον θάνατό της.
ΝΥΧΤΕΣ ΜΕ ΛΕΥΚΑ ΦΤΕΡΑ
Ξέρω καλά
τις νύχτες όλες πού κρύβεσαι και τι περνάς
όταν φοράς
τα μαύρα τούλια κι άσπρα φτερά
για να ξεχνάς
Σε βλέπω πάλι
απελπισμένη τον έρωτα ψάχνεις να βρεις
Και ματωμένη στα σκοτάδια
τρόμους παλιούς ιχνηλατείς
Απόψε
μόνη ταξιδεύεις
δρόμους υγρούς και σκοτεινούς
Σκυφτή με μίσος
Απαρνιέσαι
Δεσμούς αναίτιους νοσηρούς
Σε θέλω
έτσι προδομένη
δίχως ελπίδες περιττές
Ένα ταξίδι χωρίς τέλος
στο παραμύθι και στο χτες
Είναι ο έρωτας μια ανάσα
είναι στιγμή που ακροβατεί
Ένα σκοινί στη μια του άκρη
είμαι εγώ
στην άλλη εσύ
Στο ποίημα “Νύχτες με Λευκά Φτερά”, η Γιόλα, μιλά στο Βλαμίθιο με κατανόηση.
«Ξέρω καλά…» γράφει «… τις νύχτες όλες πού κρύβεσαι και τι περνάς, όταν φοράς τα μαύρα τούλια κι άσπρα φτερά για να ξεχνάς…».
Η ποίηση γίνεται εξομολόγηση. Διότι, εδώ αναγνωρίζει πως ο αυτοκαταστροφικός τρόπος ζωής της, ουσιαστικά είναι μια προσπάθεια να κρυφτεί (πίσω από τα μαύρα της ρούχα και τούλια) και να ξεχάσει (βάζοντας άσπρα φτερά, δηλαδή παίρνοντας ηρωίνη). Απελπισμένη αναζητά τον έρωτα, και ματωμένη «ιχνηλατεί» παλαιούς τρόμους. Τι ήταν αυτοί οι «παλαιοί τρόμοι», πότε θα φύγουν και πώς; Σε αυτή την ερώτηση, δεν μπορεί να δώσει απάντηση, όπως γράφει σε άλλο της ποίημα «Το Τι το Πότε και το Πώς, τα τρία αναπάντητα ερωτήματα της ζωής μου». Βέβαια, δίνει μια κάποια εξήγηση, αφού γράφει πως αιτία των τρόμων, είναι δεσμοί «νοσηροί» και «αναίτιοι». Παλαιές προδοσίες λοιπόν, ή δεσμοί που βίωσε σαν προδοσίες.
Δεν ζητά να πάρει εκδίκηση. «Σε θέλω έτσι προδομένη», γράφει. Έτσι αισθάνεται ή έτσι, ηρωικά αποφασίζει να αισθάνεται: Καλύτερα προδομένη και χωρίς «ελπίδες περιττές». Αυτή είναι η συμβουλή που δίνει στο Βλαμίθιο. Ανγνωρίζει όμως ότι όλα αυτά είναι ένα ταξίδι στο «παραμύθι».
Τελικά, υπάρχει η εικόνα της ακροβασίας πάνω στο σκοινί της στιγμής. Η «στιγμή», έχει τεράστια σημασία για τη Γιολάντα. Σε άλλο της ποίημα, γράφει πως Θεός, είναι η στιγμή, «η στιγμή που τώρα ζω και είμαι νέα».
Η ακροβασία πάνω στο τεντωμένο σκοινί της στιγμής, φυσικά είναι μια εικόνα συνείδησης του κινδύνου. Αλλά, αυτός ο κίνδυνος ωραιοποιείται. Δύο, είναι οι «ακροβάτες» που ξεκινούν να περπατήσουν. Στην μία άκρη του σκοινιού η Γιολάντα, στην άλλη, ο εαυτός της, το Βλαμίθιο πλάσμα.
Παύλος Σιδηρόπουλος
Από τις γυναίκες που τον συγκλόνισαν στη ζωή του και δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει είναι η ποιήτρια Γιόλα Αναγνωστοπούλου. Και οι δύο είχαν το ίδιο τραγικό τέλος.
Ολα αυτά αποκαλύπτονται σείκοσι ένα χρόνια μετά τον θάνατο του Παύλου και έξι χρόνια μετά τον θάνατο της Γιόλας, που θα βγει σύντομα στις προθήκες των βιβλιοπωλείων από τις εκδόσεις ΟΞΥ.
Η ιστορία εξελίσσεται στο τέλος της 10ετίας του 1970 με αρχές του 1980 και περιλαμβάνει τα δημιουργικότερα χρόνια τους: ο Παύλος, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, παρουσιάζει τους δύο δίσκους-σταθμούς, το «Φλου» και το «Εν Λευκώ», και η Γιόλα την ποιητική συλλογή «Οξείς Μετάλλου Ηχοι». Είναι τα χρόνια που κορυφώνεται η σκοτεινή ιδεολογία του «Κίτρινου Σούρουπου».
Η σχέση του Παύλου Σιδηρόπουλου και της Γιόλας Αναγνωστοπούλου ήταν θυελλώδης. Χαρακτηριστικό είναι ένα από τα αποσπάσματα του «Βιβλίο των ηρώων του τρόμου» του Μανώλη Νταλούκα, που αναφέρεται στο φλογερό αυτό ειδύλλιο…
«Στις αρχές της τρίτης εβδομάδας του Δεκέμβρη του 1977 η Γιόλα επέστρεψε στην Ελλάδα για να περάσει τις γιορτές των Χριστουγέννων. Την ίδια ώρα, πώς τα φέρνει καμιά φορά η τύχη, ο Παύλος Σιδηρόπουλος σταματούσε το ταξί στη γωνία Ιπποκράτους και Διδότου. Κατέβηκε πρώτος και έδωσε για στήριγμα το χέρι στην Ιριδα. Πήγαιναν στο μπαρ “Σφίγγα”, που είχε ανοίξει ο Αλέξης Γκόλφης. Η Γιόλα βγαίνοντας στη Διδότου τούς είδε και μαζεύτηκε στη γωνία. Δεν ήξερε τι να κάνει. Τέλος, πήρε βαθιά ανάσα και μπήκε απότομα…
Κατευθύνθηκε αριστερά στην μπαριέρα. Σχεδόν άγγιξε τον Παύλο, που καθόταν στο σκαμπό, και άκουσε μια γνωστή φωνή που παράγγελνε:
– Βότκα πορτοκάλι.
Γύρισε και την είδε.
Χρόνια αργότερα, όταν ο Μανώλης Νταλούκας ζήτησε από τη Γιόλα να του περιγράψει τη σκηνή, θυμόταν έντονα τα μάτια του, “έτρεχαν νευρικά, έμοιαζαν με γαλάζια ελάφια”. Θυμόταν, επίσης, ότι η Iρις πολύ γρήγορα έφυγε».
Η σχέση τους στηριζόταν έντονα και στην αμφισβήτηση. Ηταν τόσο δυνατός ο έρωτάς τους που πολλές φορές αμφισβητούσε τα συναισθήματα του Παύλου Σιδηρόπουλου. Χαρακτηριστικός ήταν ο διάλογος μεταξύ τους:
– Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω ποτέ έρωτα με κάποιον που δεν είναι ερωτευμένος μαζί μου.
– Είμαι.
– Οχι, δεν είσαι.
– Παραδέχομαι ότι έχω κάνει λάθη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να τα διορθώσω.
– Aπόδειξέ το…
Ο ασυμβίβαστος τραγουδοποιός νικήθηκε από την εξάρτησή του στην ηρωίνη, αφήνοντας όμως πίσω του μια βαριά κληρονομιά, τα τραγούδια του που αντέχουν στον χρόνο.
«Ξέρω πως ανάσκελα θα με βρουν ένα πρωί
Σέρνοντας στο βλέμμα κάποια σιωπηλή κραυγή…»
Το 1980, η Γιόλα Αναγνωστοπούλου εγκαταλείπει τον Παύλο Σιδηρόπουλο ξαφνικά, θέλοντας να αλλάξει ριζικά τον τρόπο ζωής της και να «καθαρίσει». Απομακρύνεται από τον Παύλο, αλλά δεν κατορθώνει να απαλλαγεί από τα ναρκωτικά. Έτσι, ζει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μέχρι που γίνεται 50 χρόνων στις 15 Μαρτίου του 2005 Τοξικομανής από το 1978 πεθαίνει μόνη στο σπίτι της, σε μία κρίση από το κατεστραμμένο συκώτι.
Το Έργο
Πρόλαβε να τυπώσει άλλες δύο ποιητικές συλλογές, όλες στις εκδόσεις Νίκη, που ανήκαν στον πατέρα της: «Κατ’ Εικόνα και Ομοίωσιν» (1973) και «Οξείς Μετάλλου Ήχοι περιστρέφουν τις Όψεις της Αποθάρρυνσης» (1979).
Όμως, το μεγαλύτερο ποιητικό έργο της παραμένει ανέκδοτο και βρέθηκε μετά τον θάνατό της, σε σκόρπια χαρτιά και σελίδες ημερολογίων. Σπουδαία ποιήματα, γραμμένα ακόμη και σε χαρτοπετσέτες.
περισσότερα ποιήματα εδώ
{…}
Ίσως δεν ήταν μάταιο τελικά
ούτε των ιδεών η ορφάνια
ούτε οι θάνατοι στις φυλακές
και στα τρελοκομεία.
Είμαστε πιο ταπεινοί
ακόμα ματωμένοι.
Και ίσως λίγοι από μας
αληθινά αποφασισμένοι
να φτιάξουμε κάτι πιο μεστό
με γλύκα ίσως ειπωμένο.
Ν’ αφήσουμε έργο-σταθμό
στους νέους εραστές της οικουμένης.
Ένα κείμενο της Γιόλας – άτιτλο, έτους 1979.
Ξαπλωμένη ώρες στο κρεβάτι με κλειστά παράθυρα και τραβηγμένες κουρτίνες χωρίς θόρυβο ούτε την ανάσα μου καν και βυθισμένη στη μπαμπακένια νάρκη μπλεγμένη με σωματικά down φοβερά -σαν θάνατος- χωρίς πόνο ή αγωνία, σχεδόν χαρούμενη, παρόλο νεκρή, ήχος κανείς, ομίχλη μόνο που κατεβαίνει, το κουδούνι έπεσε σαν βόμβα μες στο μυαλό. Μπαμ! Τινάχτηκε στον αέρα η επισφαλής ισορροπία μου. Ο άνθρωπος που μου αποκάλυψε η πόρτα, ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε να υπάρχει. Ήμουν εγώ, απέναντί μου, καταματωμένη, εύθραυστα ημίγυμνη με ξεσκισμένα ρούχα μαλλιά κομμένα άτακτα κοντά με ξεραμένα πάνω στα ρουφηγμένα μάγουλα κλάματα και τρέμοντας. Μπήκα μέσα παραπατώντας και σκοντάφτοντας σε μαξιλάρια και εταζέρες και μου είπα «είναι πολύ άγρια και αφιλόξενα εκεί έξω και οι άλλοι δεν με συμπαθούν μη με ξαναβγάλεις μοναχή μην με ξαναδιώξεις γιατί θα είναι η τελευταία θα χαθώ και τι θα κάνεις μοναχή στη ζωή χωρίς εμένα, χωρίς εμένα που είμαι εσύ κι εγώ κι αν χαθώ θα φύγεις κι εσύ για πάντα ή θα μείνεις κουλή και άλαλη».
Είναι κάτι ατμόσφαιρες έτσι περίεργα κοφτερές έτσι επικίνδυνα τραχιές από γυαλόχαρτο φτιαγμένες. Είναι τότε που περιμένεις και δεν έρχεται και από τα νεύρα που τεντώνονται σαν χορδές τόξου μεταπηδάς σε μια κτηνώδη ηρεμία και μετά σκέφτεσαι σχέδια εκδίκησης και νιώθεις ότι αυτή η αναμονή σε καψουρεύει περισσότερο. Έτσι που λες, μια ζωή στο περίμενε. Περίμενε τον γκόμενο, περίμενε τα φράγκα, περίμενε την αναγνώριση, περίμενε το πράμα, περίμενε την έμπνευση, περίμενε τις συνθήκες, περίμενε τον θάνατο. Βαρέθηκα μ’ ακούς; ΒΑΡΕΘΗΚΑ. Βαρέθηκα την αναμονή που με σκοτώνει, βαρέθηκα τις συνθήκες που πάνε να γίνουνε και δεν γίνονται, βαρέθηκα τον κόσμο που μπαίνει ξαφνικά στο ταξίδι μου και το γαμάει, βαρέθηκα τις ανούσιες καταστάσεις με κοινό παρανομαστή τη μιζέρια, βαρέθηκα να παραμονεύω την ευχαρίστηση και το ατέλειωτο κυνηγητό για EXITANTS, βαρέθηκα να μην είμαι αλλά να προσαρμόζομαι στις ανάγκες για να μην χαθώ.
