Συγχώρα με που ξεχνώ.
Δεν το θέλω. Θέλω να θυμάμαι.
Μα δεν το ελέγχω.
Να θυμάμαι κάθε στιγμή με κάθε κακή και καλή λεπτομέρεια.
Αλλά να, τα κακά φεύγουν.
Τα αφήνω για να τα βρεις όταν θα με ακολουθείς. Αυτό είναι εκδίκηση.
Καθώς προχωράμε στη ζωή
Καταλαβαίνουμε πως ο δρόμος γίνεται πιο εύκολος
Χωρίς όλες αυτές τις αποσκευές.
Τα κακά είναι βάρος γιατί δεν μπορείς να βαδίσεις με αυτά αγκαλιάζοντας τα.
Για αυτό σε ξεχνάω.
Γιατί το μόνο που θέλω να θυμάμαι είναι
Τα δάκτυλα σου καθώς άγγιζαν τα δικά μου
Σαν να πρόκειται για χαραγμένα ιερογλυφικά της πανάρχαιας εκείνης φυλής
Από την οποία κατάγομαι
Και που εξαφανίστηκε από τους Ισπανούς.
Κι ας μην ήταν οι Ισπανοί αυτοί που την εξαφάνισαν.
Καλύτερα να μην ήξεραν πως δεν ήταν ικανοί να την καταστρέψουν αν δεν ήταν ήδη στα πρόθυρα της αυτοκαταστροφής.
Εξουθενωμένη από εσωτερικές έριδες.
Ε Ρεκουέρδο; Θυμάσαι;